- παραθήγω
- ΜΑ1. διεγείρω, ερεθίζω2. παρορμώ, παρακινώ («τὴν ψυχὴν τοῑς καλλίστοις τῶν μελῶν παραθήγειν», Πλούτ.)αρχ.ακονίζω κάτι με κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + θήγω «ακονίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραθήγω — παρά θήγω sharpen pres subj act 1st sg παρά θήγω sharpen pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας … Dictionary of Greek
παράθηξις — ἡ, Α [παραθήγω] 1. ακόνισμα, τρόχισμα 2. μτφ. παρόρμηση … Dictionary of Greek